-
1 σωφρονιστήρ
A = σωφρονιστής, Plu.Cat.Ma.27.II pl., wisdom-teeth (= κραντῆρες), Hp.Carn.13, Cleanth.Stoic.1.118, Ruf.Onom.51, Hsch., etc.III σωφρονιστὴρ λίθος at Thebes, which restored reason to Heracles, Paus.9.11.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονιστήρ
См. также в других словарях:
σωφρονιστήρας — ο / σωφρονιστήρ, ῆρος, ΝΜΑ ανατ. ο τρίτος γομφίος οδόντας, αλλ. φρονιμίτης μσν. αρχ. σωφρονιστής αρχ. φρ. «σωφρονιστήρ λίθος» ο λίθος που ξανάφερε τον Ηρακλή στα λογικά του (Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σωφρονίζω + επίθημα τήρ(ας) (πρβλ. κομισ τήρ)] … Dictionary of Greek